-
1 ἐξειλέω
A slip out from its cover, ἢν ἐξειλήσῃς [βιβλίον] Luc.Merc. Cond.41; τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῖται the soul slips out of [its envelope], M.Ant.10.36.II intr., escape, [tense] aor.ἐξείλησα PAmh.2.142.9
(iv A.D.), cf. EM348.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξειλέω
См. также в других словарях:
εξειλώ — ἐξειλῶ, έω (AM) [ειλώ] 1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐξειλοῡμαι ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.) 3. απομακρύνομαι, ξεκόβω … Dictionary of Greek